- σύμμιξη
- [-ις (-εως)] η смешивание, перемешивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύμμιξη — και σύμμειξη, η / σύμμιξις και σύμμειξις, (ε)ίξεως, ΝΜΑ [συμμ(ε)ιγνύω] ανάμιξη, μίξη, ανακάτωμα νεοελλ. 1. συνένωση 2. (νομ.) ανάμιξη κινητών πραγμάτων κατά τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους αρχ. 1. συνάφεια, σχέση («ἀνδρὶ δὲ… … Dictionary of Greek
συμμίξῃ — συμμίξηι , σύμμιξις commingling fem dat sg (epic) συμμί̱ξῃ , συμμίγνυμι aor subj mid 2nd sg συμμί̱ξῃ , συμμίγνυμι aor subj act 3rd sg συμμί̱ξῃ , συμμίγνυμι fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… … Dictionary of Greek
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
περιπλοκή — η, ΝΜΑ [περιπλέκω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.) 2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ… … Dictionary of Greek
συμμιγή — ἡ, Μ ανάμιξη, σύμμιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
συνανάκρασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [συνανακεράννυμαι] 1. ανάμιξη, σύμμιξη («πρὸς τὴν αἰσθητὴν κτίσιν γίνεταί τις τοῡ νοητοῡ συνανάκρασις», Γρηγ. Νύσσ.) 2. η ένωση δύο φύσεων, τής ανθρώπινης και τής θεϊκής, στο πρόσωπο τού Χριστού μσν. 1. σχέση μεταξύ προσώπων 2.… … Dictionary of Greek
σύγκραση — η / σύγκρασις άσεως ΝΑ, και ιων. τ. σύγκρησις, ήσεως, Α [συγκεράννυμι] 1. η ενέργεια τού συγκεράννυμι*, σύμμιξη, ανάμιξη 2. εκκλ. η ένωση με τον θεό αρχ. 1. σύνθεση («οὐ θνητός, οὐδ ἀθάνατος, ἀλλ ἔχων τινὰ σύγκρασιν», Άλεξ.) 2. αστρον. ο… … Dictionary of Greek
σύμμειξη — η / σύμμειξις, είξεως, ΝΑ βλ. σύμμιξη … Dictionary of Greek
σύμμιξις — ίξεως, ἡ, Α βλ. σύμμιξη … Dictionary of Greek